ἁβροδίαιτος

ἁβροδίαιτος
ἁβροδίαιτος
living delicately
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] …   Dictionary of Greek

  • αβροδίαιτος — η, ο αυτός που ζει αβρά, μ όλες τις ανέσεις, ο καλομαθημένος: Ο Αλκιβιάδης ήταν αβροδίαιτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁβροδιαίτως — ἁβροδίαιτος living delicately adverbial ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδίαιτον — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc sg ἁβροδίαιτος living delicately neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτοις — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτου — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτους — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτων — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδιαίτῳ — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁβροδίαιτοι — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”